- πυριόβολο
- και πριόβολο, το, ή πριόβολος, ο, Νελλειψοειδές τεμάχιο χάλυβα, το οποίο με τριβή σε πυρόλιθο παράγει σπινθήρες, τσακμάκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυροβόλος. Πρόκειται για διαλ. τ. που υιοθετήθηκαν από την κοινή γλώσσα].
Dictionary of Greek. 2013.